προκάλυμμα

προκάλυμμα
το, -ατος
καθετί που καλύπτει από εμπρός, προπέτασμα: Προκάλυμμα καπνού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκάλυμμα — anything put before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκάλυμμα — ύμματος, τὸ, ΝΑ [προκαλύπτω] 1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη 2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.) νεοελλ. στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και… …   Dictionary of Greek

  • προκαλυμμάτων — προκάλυμμα anything put before neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμμασι — προκάλυμμα anything put before neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμμασιν — προκάλυμμα anything put before neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμματα — προκάλυμμα anything put before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμματι — προκάλυμμα anything put before neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύμματος — προκάλυμμα anything put before neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • αμπρί — το πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”